Διαμάντια

Ψάχνοντας τους καλύτερους φίλους των γυναικών το μάτι μας έπεσε στον καλύτερο όλων...
Το διαμάντι (αρχ. ελληνικά αδάμας = αήττητος, ακατανίκητος, λόγω της μεγάλης σκληρότητάς του) είναι περίφημο ορυκτό για την ισχυρή λάμψη του και την πολύ μεγάλη σκληρότητά του, με ιδιαίτερη διεθνή εμπορική αξία. Ανήκει στην οικογένεια των αυτοφυών στοιχείων. Αποτελείται δε από καθαρό άνθρακα. Λόγω της σκληρότητας αυτής χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ η λαμπρότητα του το κάνει τον πιο γνωστό και περιζήτητο πολύτιμο λίθο. Το βάρος του μετράται σε καράτια (1 καράτι = 200 χιλιοστά του γραμμαρίου).
Το όνομα του προέρχεται από την ελληνική λέξη δαμάζω + το στερητικό ‘α’, καθώς στην αρχαιότητα όλες οι σκληρές πέτρες, που ήταν αδύνατον να υποστούν κατεργασία, αποκαλούνταν αδάμαντες.
Κατά πάσα πιθανότητα τα πρώτα διαμάντια ανακαλύφθηκαν στην Ινδία, καθώς υπάρχουν αναφορές σε βιβλία Οικονομίας και Νομοθεσίας του 4ου π.Χ. αιώνα. Η αξιολόγηση των διαμαντιών και των διαφόρων πολύτιμων λίθων αποτέλεσε προοδευτικά την τέχνη της γεμολογίας (gemology), ενώ τα διαμάντια υποβάλλονταν σε φόρο και γινόταν και τελωνειακός έλεγχος. Επίσης, κατά τους Ινδούς, το διαμάντι είχε μαγικές ιδιότητες και θεωρούσαν ότι μέσα από αυτό κάποιος μπορούσε να δει τους διάφορους κινδύνους και να τους απομακρύνει.
Το εμπόριο και η διακίνηση των διαμαντιών στον υπόλοιπο κόσμο υπολογίζεται ότι ξεκίνησε τον 1ο π.Χ. αιώνα, όταν από την Ινδία πέρασε στην Κίνα, στη συνέχεια στην Αραβία, στην Περσία και, τέλος, στην Ευρώπη.
Κατά τον 14ο αιώνα τα διαμάντια διακινούνταν από την Ινδία στον υπόλοιπο κόσμο μέσω δύο οδών. Η πρώτη, η θαλάσσια, ξεκινούσε από τον κόλπο Καμπάυ, στη συνέχεια περνούσε από τον Περσικό κόλπο, την Αιθιοπία και έφτανε στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Η δεύτερη ξεκινούσε από το σημαντικό εμπορικό κέντρο Ορμούζ[1] και στη συνέχεια διασχίζοντας τη Περσία και την Αρμενία έφτανε στην Μικρά Ασία ή στο Χαλέπι της Συρίας και από εκεί τα διαμάντια προωθούνταν στη Βενετία και την Κωνσταντινούπολη.
Η Βενετία κατά τον 13ο έως τον 16ο αιώνα έγινε το σπουδαιότερο κέντρο διακίνησης διαμαντιών, ενώ την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες μικρές βιοτεχνίες κατεργασίας στη Φλάνδρα. Μέχρι τον 16ο αιώνα η Μπριζ ήταν το μεγαλύτερο κέντρο κατεργασίας διαμαντιών στον κόσμο. Κατά τον 16ο αιώνα, αφού ανακαλύφθηκε νέα θαλάσσια οδός από την Ινδία μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας έκανε την Λισσαβόνα κομβικό σημείο διακίνησης διαμαντιών, ενώ την θέση της Μπριζ ως σπουδαιότερου σημείου κατεργασίας κατέλαβε η Αμβέρσα, η οποία έλεγχε το 40% του παγκόσμιου εμπορίου.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, εκτός από την Αμβέρσα σημαντικό κέντρο κατεργασίας και εμπορίας διαμαντιών έγινε και το Άμστερνταμ, ενώ ξεκίνησε η ανάπτυξη και στο Λονδίνο. Μάλιστα στο Άμστερνταμ, το 1822, ιδρύθηκαν τα πρώτα εργοστάσια με ατμοκίνητες μηχανές κατεργασίας. Παράλληλα ανακαλύφθηκαν νέα κοιτάσματα διαμαντιών στον ποταμό Ντος Μαρίνιος της Βραζιλίας, τα οποία στην αρχή θεωρήθηκαν ψεύτικα, αλλά στην συνέχεια αποδείχτηκε ότι αυτό γινόταν για λόγους ανταγωνισμού.
Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκαν μεγάλα κοιτάσματα διαμαντιών στην Νότια Αφρική. Το πρώτο διαμάντι, 10,73 καρατίων, με την ονομασία «Εύρηκα» ανακαλύφθηκε τυχαία το 1866 στις όχθες του ποταμού Οράγγη και το 1869 ανακαλύφθηκε ένα μεγάλο διαμάντι, το «άστρο της Νοτίου Αφρικής» 47,75 καρατίων, που έγινε η βασική αιτία η περιοχή να γεμίσει από "κυνηγούς" διαμαντιών. Το μεγαλύτερο διαμάντι που είναι γνωστό μέχρι και σήμερα είναι ο Cullinan που βρέθηκε το 1905 στο Τράνσβααλ (Ν. Αφρική) και ζύγιζε πριν την κατεργασία του 3.106 καράτια (= 612,2 g).
Η οργάνωση της παραγωγής και η χρήση νέων και σύγχρονων μεθόδων άρχισε μετά το 1871, όταν βρέθηκαν κοιτάσματα στην περιοχή Κίμπερλι (Kimberley) και τότε εμφανίστηκε η πρώτη εταιρεία εξόρυξης διαμαντιών με την επωνυμία Ντε Μπέερς (De Beers). Στη συνέχεια, το 1930, ο Έρνεστ Οπενχάιμερ οργάνωσε τη σύγχρονη παγκόσμια αγορά διαμαντιών, που ως όργανο ελέγχου έχει τον Κεντρικό Οργανισμό Πωλήσεων με έδρα το Λονδίνο.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 2008 ανακαλύφθηκε στο Λεσότο ένα διαμάντι 478 καρατίων, που αποτελεί και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο.[2]
Τα κοιτάσματα διαμαντιών διακρίνονται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Στα πρωτογενή κοιτάσματα το διαμάντι είναι διάσπαρτο μέσα σε φλέβες ή επίγειες φυσικές σωληνώσεις που είναι γεμάτες από πυριγενές πέτρωμα με την ονομασία κιμπερλίτης (από την περιοχή Κίμπερλυ (Kimberley) της Νοτίου Αφρικής). Τα δευτερογενή κοιτάσματα προέρχονται από την αποσάθρωση των πρωτογενών και τη μεταφορά των υλικών της αποσάθρωσης. Θεωρείται ότι τα διαμάντια σχηματίστηκαν σε βάθος μεγαλύτερο από 100 χιλιόμετρα κάτω από τη γη και είναι προϊόν κρυστάλλωσης ενός μάγματος κιμπερλιτικής σύστασης. Επειδή ο κιμπερλίτης τήκεται στους 1500 βαθμούς Κελσίου, η αρχική κρυστάλλωση των διαμαντιών έγινε κάτω από μεγάλη πίεση και υψηλή θερμοκρασία. Μέσα στις φλέβες τα διαμάντια βρίσκονται διάσπαρτα σε θραύσματα, μικρά ή μεγάλα.
Κύριες χώρες παραγωγής διαμαντιών σήμερα είναι η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, το Ζαΐρ, η Νότια Αφρική, η Βραζιλία και η Αυστραλία.
Τα διαμάντια στη φυσική τους κατάσταση είναι ημιδιαφανή, διαφανή ή ακόμα και αδιαφανή και οι χρωματισμοί τους ποικίλουν. Άχρωμα, γκρίζα, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα ή και μαύρα. Αυτά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κοσμημάτων είναι διαφανή και άχρωμα. Αν το διαμάντι βομβαρδιστεί με ακτινοβολία, ο χρωματισμός του μπορεί να αλλάξει. Συχνά οι κρύσταλλοι του διαμαντιού περιέχουν και άλλα ορυκτά, όπως γραφίτη, χλωρίτη, ζιρκόνιο, αιματίτη κ. ά. Επίσης, το διαμάντι παρουσιάζει κάποια οπτική ανισορροπία εξαιτίας της ύπαρξης των άλλων προσμίξεων, καθώς και διάφορες ωραίες αναλαμπές στις οποίες οφείλεται και ο χαρακτηρισμός του σαν πολύτιμος λίθος. Ωστόσο, το ακατέργαστο διαμάντι δεν εμφανίζει ούτε λάμψη ούτε κανένα από τα γνωστά του χαρακτηριστικά, τα οποία αποκτά με την επεξεργασία. Η απουσία προσμίξεων, όπως οι παραπάνω, δίνει μεγαλύτερη αξία στο διαμάντι.
Το διαμάντι κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα.
Ο βαθμός σκληρότητάς του στην κλίμακα Mohs είναι 10 και ακολουθεί το κορούνδιο με βαθμό σκληρότητας 9. Η σκληρότητα του κάθε διαμαντιού είναι δυνατό να διαφέρει και σε αυτό παίζουν ρόλο τόσο οι προσμίξεις όσο και η κατεύθυνση του κρυστάλλου. Έτσι, είναι ευκολότερη η επεξεργασία των διαφόρων επιφανειών του. Αν και είναι το σκληρότερο ορυκτό που υπάρχει, το διαμάντι είναι εύθραυστο, όπως όλα τα σκληρά υλικά. Έτσι, αν ένα μεγάλο σχετικά διαμάντι πέσει επάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, μπορεί να σπάσει σε μικρότερα κομμάτια.
Είναι αδιάλυτο σε διάφορα οξέα, προσβάλλεται όμως από μίγμα θειϊκού οξέος και διχρωμικού καλίου. Σε υψηλή θερμοκρασία αναφλέγεται και, ως καθαρός άνθρακας, καίεται εντελώς προς διοξείδιο του άνθρακα, χωρίς υπολείμματα στάχτης.
Τα διαμάντια αξιλογούνται με βάση τα χαρακτηριστικά τους ή αλλιώς τα 4Cs. Υπάρχουν τέσσερις συνισταμένες σύμφωνα με τις οποίες το κάθε διαμάντι αξιολογείται ως προς την αξία του.
Τα καθαρά, ημιδιαφανή ή διαφανή διαμάντια χρησιμοποιούνται στην κατασκευή κοσμημάτων. Το ποσοστό της συνολικής παραγωγής, που καταλήγει στην κατεργασία για την κατασκευή κοσμημάτων, ανέρχεται περίπου στο 3 έως 5%. Τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εργαλείων κοπής και λείανσης άλλων σκληρών υλικών. Χαρακτηριστικά γνωστά εργαλεία είναι τα αδαμαντοτρύπανα (ακόμη και για οικιακή χρήση) και τα εργαλεία κοπής υαλοπινάκων (κοινώς τζαμοκόφτες). Τα εργαλεία κοπής και λείανσης έχουν πολύ σημαντικές εφαρμογές στην βιομηχανία.
Ορισμένοι τύποι διαμαντιών έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή ειδικών οπτικών οργάνων, λόγω της υψηλής ανακλαστικότητάς τους.
Σήμερα κατασκευάζονται και συνθετικά (τεχνητά) διαμάντια, κύρια για χρήση σε εργαλεία.

Tags: