Η Αντίπαρος (αρχ. Ωλίαρος) είναι μικρό βραχώδες κατοικημένο νησί του Νοτίου Αιγαίου στην καρδιά των Κυκλάδων, το οποίο απέχει λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την Πάρο, με το λιμένα της οποίας συνδέεται με μικρό τοπικό πορθμείο. Στην νησίδα Σαλιαγκός βρίσκεται ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων, ενώ το Δεσποτικό, ακατοίκητη νήσος στα νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, αποτελεί τόπο μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας.
Η Κοινότητα Αντιπάρου ιδρύθηκε το 1914 και προήχθη σε Δήμο το 2010 με την εφαρμογή του σχεδίου νόμου «Καλλικράτης», βάσει της αρχής του «κάθε νησί και δήμος». Καταλαμβάνει δε έκταση 35,1 τ.χλμ. συμπεριλαμβάνοντας τη νήσο της Αντιπάρου, το Δεσποτικό και το Στρογγυλό. Αριθμεί, σύμφωνα με την απογραφή του 2001 1.037 μόνιμους κατοίκους και έχει πυκνότητα 29,5 κατοίκους ανά τ.χλμ. Στην Αντίπαρο λειτουργεί Νηπιαγωγείο, Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο. Η οικονομία του νησιού βασίζεται στον τουρισμό, την αλιεία, την κτηνοτροφία και λιγότερο στη γεωργία στον κάμπο και στις βορειοανατολικές πεδινές εκτάσεις της. Είναι γνωστή για τη χαρακτηριστική κυκλαδίτικη ομορφιά με τις λευκές κατοικίες, τα λιθόστρωτα σοκάκια και τις όμορφες μπουκαμβίλιες που ανθούν στις αυλές των σπιτιών. Αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο τα καλοκαίρια για Έλληνες και Ευρωπαίους επισκέπτες, αλλά και τόπο επένδυσης Αμερικανών παραθεριστών.
Ο κεντρικός οικισμός εντοπίζεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, απέναντι από την Πούντα της Πάρου με την οποία συνδέεται με φέρρυ. Το ιστορικό κέντρο εντοπίζεται στο ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου, το οποίο συνδέεται μέσα από το εμπορικό δρομάκι με το γραφικό πορθμείο στην παραλιακή. Άλλοι γνωστοί οικισμοί είναι ο παραθεριστικός οικισμός του Αϊ-Γιώργη στο νοτιοδυτικό άκρο, ο οποίος και έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης, ο Σωρός και ο Κάμπος, ενώ γνωστές παραλίες της ευρύτερης περιοχής του κέντρου είναι οι Ψαραλυκιές, ο Σιφνέϊκος γιαλός και η παραλία του camping.
Ετυμολογία
Η αρχαία ονομασία του νησιού ήταν "Ωλίαρος", λέξη φοινικικής προέλευσης που πιθανότατα σημαίνει "δασώδες βουνό". Αργότερα το νησί ονομάστηκε "Αντίπαρος" καθώς βρίσκεται απέναντι από την Πάρο.
Γεωγραφία και μορφολογία
Το νησί της Αντιπάρου βρίσκεται στην καρδιά των Κυκλάδων, στο Νότιο Αιγαίο, 0,8 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πάρου. Το πορθμείο της απέχει από το κεντρικό λιμάνι της Παροικιάς 4,8 ναυτικά μίλια. Παλαιότερα η Αντίπαρος ήταν ενωμένη με την Πάρο, ενώ πλέον χωρίζεται απ' αυτή με το Στενό της Αντιπάρου, γνωστό ως Αμφίγειο, πλάτους 500-1000 μ. και βάθους 4,5 μ. Το μέγιστο μήκος του νησιού είναι 7 μίλια σε κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, ενώ το μέγιστο πλάτος της φθάνει τα 2,8 μίλια και το μήκος των ακτών της τα 57 χλμ.
Η Αντίπαρος έχει ηφαιστειογενές πέτρωμα και ξηρό κλίμα με πολύ υγρασία, ενώ η μορφολογία της χαρακτηρίζεται κατά βάση πεδινή, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη ισχυρών ανέμων, με πολλές μικρές λοφώδεις εξάρσεις. Ψηλότερη κορυφή είναι ο Προφήτης Ηλίας (301 μ.) και καλύπτεται από κέδρους και θάμνους. Δυτικά οι ακτές είναι ομαλές και αμμώδεις και ανατολικά βραχώδεις, με μικρούς όρμους. Τα άνθη που ευδοκιμούν στην περιοχή είναι κυρίως οι βουκαμβίλιες που στολίζουν τους κήπους των σπιτιών και των καταστημάτων. Το έδαφος είναι γόνιμο στον κάμπο και τις βόρειες πεδινές εκτάσεις του νησιού, αλλά οι καλλιέργειες είναι περιορισμένες. Μικρές ποσότητες μεταλλευμάτων εξορύσσονταν παλαιότερα σε εγκαταλελειμμένα σήμερα μεταλλεία.
Η νήσος της Αντιπάρου περιβάλλεται από πληθώρα μικρών ακατοίκητων νησιών με μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως το Κοιμητήρι, το Στρογγυλό, το Διπλό, τον Κάβουρα, το Ρευματονήσι, τον Κόκκινο και Μαύρο Τούρλο. Ιδιαίτερα γνωστό στη διεθνή κοινότητα είναι το Δεσποτικό, ένα ακατοίκητο νησί νοτιοδυτικά της Αντιπάρου στο οποίο τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται ανασκαφές με ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Ιστορία
Προϊστορικά χρόνια
Η ιστορία της Αντιπάρου ξεκινάει από τη νεολιθική εποχή όταν χρησιμοποιήτο το σπήλαιό της ως καταφύγειο. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο Σαλιαγκό, μια χαμηλή τότε χερσόνησο στον ισθμό Πάρου-Αντιπάρου, έφεραν στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του παλαιότερου οικισμού των Κυκλάδων, ενώ η άνθιση των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου και του Δεσποτικού συνεχίστηκε την 3η χιλιετία π.Χ., με την ανάδειξη νεκροταφείων, ειδών κεραμικής και με ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τις ανασκαφές στο Απάντημα, στο Σωρό, στις Πεταλίδες και στους Κρασάδες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Δεσποτικό πραγματοποιήθηκαν το 1889 από το Χρήστο Τσούντα, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλοι βρέθηκαν ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο Στρογγυλό διασώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού, ενώ στον Κάβουρα ανακαλύφθηκαν ειδώλια της πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Είδη κεραμικής που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς χρόνους μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία.
Αρχαίοι χρόνοι
Κατά την αρχαιότητα, το νησί της Αντιπάρου ταυτίζεται με τον «Ωλίαρο», ονομασία η οποία συναντάνται σε κείμενα αρχαίων γεωγράφων, όπως του Ηρακλείδου, του Στράβονος και του Πλινίου του Πρεσβύτερου, ενώ το Δεσποτικό ταυτίζεται με την αρχαία Πρεπέσινθο. Σήμερα υπάρχει η παραδοχή πως οι πρώτοι κάτοικοι των ιστορικών χρόνων ήταν Φοίνικες από τη Σιδώνα, ενώ επιτύμβιες στήλες και κιονόκρανα που ανακαλύφθηκαν στον Άγιο Γεώργιο προδίδουν την ύπαρξη εποικισμού κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Το 1959 ο Νίκος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε ανασκαφές στη θέση Ζουμπάρια και στη Μάντρα Δεσποτικού, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού ναού από τους αρχαϊκούς χρόνους, ο οποίος χρονολογείται στο 500 π.Χ.. Το 1997 ανασκαφές που έγιναν στη Μάντρα από τον αρχαιολόγο Γιάννο Κουράγιο, έφεραν στο φως μεγάλο τμήμα των βοηθητικών χώρων ενός ιερού. Στα ευρήματα της ανασκαφής συγκαταλέγεται επίμηκες κτιριακό συγκρότημα, αποτελούμενο από πέντε συνεχόμενα παράλληλα δωμάτια. Στο νότιο δωμάτιο εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα υλικών των αρχαϊκών χρόνων ανατολικοϊωνικής, ροδιακής, κυπριακής και αιγυπτιακής προέλευσης.
Στον τόπο των ανασκαφών έχουν βρεθεί πολλά μαρμάρινα μέλη γλυπτών, δύο αρχαϊκές κεφαλές κούρων, ο κορμός γυμνού ανδρικού αγάλματος, τμήμα ενεπίγραφου περιρραντηρίου αρχαϊκής εποχής με την επιγραφή "Μάρδης ανέθηκεν". Ανάμεσα στα σπουδαία ευρήματα συγκαταλέγεται ο κτιστός τετράγωνος μαρμάρινος βωμός αφιερωμένος στην ΕΣΤΙΑ ΙΣΘΜΙΑ των κλασικών χρόνων και ο οποίος αποτελεί μαρτυρία για μια από τις λατρευόμενες θεότητες των Κυκλάδων. Η επιγραφή μαρτυρά επίσης το τοπωνύμιο του ακρωτηρίου όπου βρίσκεται το ιερό "ΙΣΘΜΟΣ" και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Οι έρευνες έφεραν στο φως ακόμη πέντε κτίρια και η ανασκαφή τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα ευρήματα μαρτυρούν τη διαδεδομένη λατρεία του Θεού Απόλλωνα στις Κυκλάδες, καθώς υπήρχαν σύμφωνα με την παράδοση εικοσιδύο λιτά ιερά στην ευρύτερη περιοχή, ένα εκ των οποίων ήταν εκείνο του Δεσποτικού, το οποίο διασώζεται ανέπαφο από τον 7ο αιώνα π.Χ. οπότε και λειτουργούσε έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Μεσαίωνας
Το νησί της Αντιπάρου συμπεριελήφθη το 1207, κατά την περίοδο της λατινοκρατίας στο Δουκάτο της Νάξου από τον ιδρυτή του, το Βενετό στρατιωτικό Μάρκο Σανούδο. Από τότε η Αντίπαρος παρείχε μόνιμα 30 κωπηλάτες στις γαλέρες του Δουκάτου. Το 15ο αιώνα άρχισε η σκληρή δοκιμασία της νήσου από Έλληνες και ξένους πειρατές, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο στους όρμους του «Στενού των 14 ποδών», όπως αποκαλείτο τότε χαρακτηριστικά το στενό της Αντιπάρου έως ότου περιήλθε η νήσος στον σημαίνοντα τότε βενετικό Οίκο των Λορεντάνο ως προίκα, όταν ο Τζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τη Μαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου. Ο Λορεντάνο έχτισε την κατοικία του και εγκατέστησε νέους κατοίκους, οικοδομώντας σταδιακά μαζί με τις υπόλοιπες κατοικίες γύρω από «το Σπίτι του Άρχοντα» το Κάστρο περί το 1440, του οποίου την πύλη στόλιζε ο θυρεός τους. Στη συνέχεια περιήλθε στον Οίκο των Πιζάνη μέχρι το 1537, οπότε και κατελήφθη από τον Οθωμανό κουρσάρο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και παραχωρήθηκε στην οικογένεια των Κρίσπι. Το 1566 εντάχθηκε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1770, κατά την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου κατελήφθη από το ρωσικό στόλο των αδελφών Ορλώφ έως και το 1774 και Ρώσοι αφαίρεσαν πολλούς σταλακτίτες από το σπήλαιο της Αντιπάρου, μεταφέροντάς τους στη Ρωσία στο μουσείο Ερμιτάζ. Κατά τον Τόρνεφορτ, το 1770 στην Αντίπαρο αριθμούσαν 78 οικίες με περίπου 200 κατοίκους.
Αργότερα βρέθηκε ξανά υπό την κατοχή των Οθωμανών και έγινε συχνά στόχος επιδρομών από πειρατές, με αποκορύφωμα τη λεηλασία του νησιού και τη σφαγή του πληθυσμού το 1794 από Κεφαλλονίτες και Μανιάτες πειρατές, οι οποίοι απήγαγαν την κόρη του Βενετού υποπρόξενου Γκρατσιόζα Φραντζίσκα, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα άνευ προηγουμένου ανθελληνικό κύμα στην τότε Ευρώπη.
Ελληνική Επαντάσταση
Το 1821 οι κάτοικοι του νησιού έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, ενώ ο Νεόφυτος Μαυρομάτης, μετέπειτα δεσπότης Ναυπάκτου και ο Ανανίας, δάσκαλος του Γένους φαίνεται πως είχαν αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο της Αντιπάρου. Με τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου του 1830 και της 18ης Αυγούστου του 1832 η Αντίπαρος ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος. Έγγραφο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, του 1829, συνταγμένο από τον έκτακτο Επίτροπο Ιάκωβο Ρίζο, διορισμένο στον τμήμα των κεντρικών Κυκλάδων με έδρα τη Νάξο, και με αποδέκτη τη Γενική Γραμματεία της Επικράτειας, μας πληροφορεί σχετικά με τον πληθυσμό του νησιού: 224 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 14 πάροικοι[1].
Νεότερα χρόνια
Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι κάτοικοι του νησιού πήραν ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά των Γερμανών, χρησιμοποιώντας την περιοχή του Άϊ-Γιώργη, πίσω από το βουνό της Αντιπάρου, ως μυστική βάση υποβρυχίων. Χαρακτηριστική περίοδος της ιστορίας του νησιού ήταν η λεγόμενη «Επιχείρηση Αντίπαρος», η οποία στοίχισε τη ζωή πολλών Ελλήνων και συμμάχων.
Μετά το πέρας του πολέμου η Αντίπαρος επέστρεψε στους γαλήνιους ρυθμούς της, αναπτυσσόμενη ως ψαροχώρι και σταδιακά ερήμωσε από τη μετανάστευση, με το νησί να είναι απομονωμένο.
Η Αντίπαρος έγινε γνωστή στο ευρύτερο ελληνικό κοινό το 1960 και μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο, όταν φιλοξενήθηκαν τα συνεργεία της Φίνος Φιλμ στο ιστορικό κέντρο για τα γυρίσματα της ταινίας Μανταλένα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της φυσικής της ομορφιάς και του ιστορικού τοπίου. Έκτοτε το νησί κατέστη δημοφιλής τουριστικός προορισμός για Έλληνες και ξένους τουρίστες τα καλοκαίρια και η οικονομία του οικισμού άρχισε να προσανατολίζεται στην τουριστική ανάπτυξη.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Αντίπαρος κατέστη δημοφιλής εναλλακτικός τουριστικός προορισμός Ευρωπαίων γυμνιστών για τις απόμακρες και αμμουδερές της παραλίες, ιδίως στο ευρέως γνωστό camping της, ενώ από τη δεκαετία του 1990 άρχισε να γνωρίζει σταδιακή ανάπτυξη λόγω και της εγγύτητάς της με την Πάρο, βελτιώνοντας τις υποδομές της ώστε να υποδεχτεί το αυξανόμενο κύμα των τουριστών.
Οικισμοί
Πρωτεύουσα του Δήμου Αντιπάρου είναι ο ομώνυμος οικισμός που αναπτύσσεται περιμετρικά του ιστορικού κέντρου στο ενετικό Κάστρο, στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αντιπάρου αναπτύσσεται ο παραθεριστικός οικισμός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως τη δεκαετία του '70 από ένα σύλλογο χρυσοχόων, πραγματοποιήθηκαν ρυμοτομικά έργα και αναμένονται γεωτρήσεις για την εξυπηρέτηση των κατοίκων. Ανατολικά του Αγίου Γεωργίου αναπτύσσεται ο οικισμός του Σωρού, που είναι γνωστός για τις αμμουδερές παραλίες του, ενώ λίγο πιο βόρεια βρίσκεται ο Κάμπος της Αντιπάρου ο οποίος συνδέθηκε με τα έργα οδοποιίας που πραγματοποιήθηκαν με τον παραλιακό δρόμο που διέρχεται από το Απάντημα και τα Γλυφά στα ανατολικά, καθώς και με την παραλία Λιβάδια στις δυτικές ακτές του νησιού.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική, όπως και σε όλα τα κυκλαδίτικα νησιά, επιτάσσει αυστηρούς κανονισμούς για τη διατήρηση της κυκλαδίτικης ομοιομορφίας που συντίθεται από τις χαρακτηριστικές λευκές οικίες με τις μπλε πόρτες και παράθυρα, την αυλή και τους κήπους στολισμένους με βουκαμβίλιες και λοιπά άνθη. Συχνά τα χαρακτηριστικά αυτά συμβαδίζουν με τη λαξευτή πέτρα στους τοίχους, τα πλακόστρωτα σοκάκια και τους φράχτες των αυλών.
Το κάστρο που χτίστηκε το 1440 από την άλλη φαίνεται να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο στυλ αρχιτεκτονικής. Οι κατοικίες συνθέτουν ένα συμπαγές συγκρότημα με 24 διώροφες κατοικίες μέσα στο κάστρο, 24 μονώροφες στον Ξώπυργο και 16 διώροφες στην εξωτερική ζώνη, ενώ ανάμεσα στις κατοικίες υπάρχουν και τρία εκκλησάκια, αλλά και το παλαιό υδραγωγείο. Και εδώ διατηρείται η αρχιτεκτονική των λευκών κατοικιών, με τα μπλε παράθυρα και τις μικρές αυλές από την πίσω μεριά του κάστρου.
Οικονομία
Η οικονομία του νησιού βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, με τα έσοδα από τις επισκέψεις στο Σπήλαιο της Αντιπάρου να απαρτίζουν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού του Δήμου. Οι περισσότεροι κάτοικοι δουλεύουν τα εμπορικά καταστήματα, κέντρα εστίασης και διαμονής του νησιού κατά την τουριστική σεζόν από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβρη, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ ή ασχολούνται με τεχνικές και χειρονακτικές εργασίες. Στην οικονομία του νησιού συμβάλλει η γεωργία και η κτηνοτροφία, καθώς επίσης και η αλιεία.
Τουρισμός
Η Αντίπαρος παραδοσιακά προσελκύει οικογένειες Σκανδιναβών, κυρίως Νορβηγών τον Ιούνιο, ενώ ιδιαίτερους ιστορικούς δεσμούς έχουν με το νησί οι Ιταλοί, οι οποίοι το επισκέπτονται κυρίως τον Αύγουστο. Επίσης στους επισκέπτες συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων Γερμανοί, Ρώσοι, Γάλλοι και Αμερικάνοι. Το νησί υποδέχεται το κύμα των τουριστών με τη δημιουργία μικρών συγκροτημάτων και τη λειτουργία ενοικιαζόμενων δωματείων στον κεντρικό οικισμό, καθώς και σύγχρονων καταλυμάτων με παραδοσιακά στοιχεία στις ακτές της αντιπαριανής υπαίθρου.
Τα τελευταία χρόνια η Αντίπαρος φαίνεται πως κάνει μετάβαση από τον εναλλακτικό τουρισμό της ροκ κουλτούρας και της νυχτερινής διασκέδασης των προηγουμένων δεκαετιών στον ποιοτικό τουρισμό, με τη λειτουργία καλαίσθητων εστιατορίων και αναψυκτηρίων με παραδοσιακά χαρακτηριστικά, μπουτίκ και καταστημάτων με είδη τέχνης, εσωτερικής διακόσμησης και κοσμήματα, ενώ στην είσοδο του Κάστρου είναι επισκέψιμη αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Αντιπάρου με εκθέματα λαογραφικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από την ιστορία του νησιού.
Πολλά καταστήματα τα λειτουργούν Πειραιώτες με καταγωγή από το νησί και Αθηναίοι οι οποίοι νοικιάζουν δωμάτια ή κατοικίες κατά την τουριστική σεζόν, αλλά και ξένοι.
Κατά τους θερινούς μήνες στο νησί γνωρίζουν άνθιση τα θαλάσσια σπορ μεταξύ Πούντας και Αντιπάρου, ενώ διαδεδομένος είναι και ο θερινός κινηματογράφος «Cine Ωλίαρος».
Παραδοσιακά προϊόντα της Αντιπάρου θεωρούνται η τσικουδιά και η σούμα, διάφορες ποικιλίες παραδοσιακών γλυκισμάτων αλλά και τυριών όπως το κεφαλοτύρι, η ξινομυζήθρα και το τουλουμοτύρι. Παραδοσιακά φαγητά είναι το αγριοκούνελο, κόκορας πατίδος, τα αποκριάτικα ραβιόλια και μπουρεκάκια με γέμιση από μέλι, καρύδι και σουσάμι τα οποία αφού ψηθούν, ραντίζονται με τσικουδιά και πασπαλίζονται με ζάχαρη άχνη.
Οι ακτές της Αντίπαρου διακρίνονται για τις χρυσές αμμουδιές και τα πεντακάθαρα νερά τους και γι' αυτό το νησί προσελκύει τουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οι πιο γνωστές παραλίες στην ευρύτερη περιοχή του κεντρικού οικισμού είναι οι Ψαραλυκές. Είναι δύο παραλίες οι οποίες βρίσκονται νοτίως της παραλιακής και φημίζονται για τα αλμυρόδενδρα που παρέχουν σκιά πίσω από την αμμουδιά. Στη δεύτερη Ψαραλυκή λειτουργεί beach bar τους καλοκαιρινούς μήνες. Στο βόρειο τμήμα της παραλιακής βρίσκεται η παραλία του camping, η οποία είναι προσβάσιμη με λεωφορείο και είναι γνωστή για την προσέλκυση γυμνιστών.Η παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα με τα ρηχά της νερά ιδανικός παράδεισος για τα παιδιά. Στην πίσω μεριά του Κάστρου βρίσκεται ο σιφνέικος γιαλός, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το νησί της Σίφνου και είναι γνωστός για τα υψηλά κύματα λόγω των ανέμων που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Λοιπές γνωστές παραλίες οι οποίες κατέστησαν προσβάσιμες οδικώς με τα έργα οδοποιίας που πραγματοποιήθηκαν είναι η παραλία στα Λιβάδια, στις δυτικές ακτές, η αμμουδερή παραλία στο Σωρό,ο Άγιος Σώστης,οι παραλίες της Φανερωμένης, οι παραλίες στα Γλυφά,η παραλία της Παναγιάς (3η Ψαραλική), στο Απάντημα, στον Άϊ Γιώργη και το Δεσποτικό. Εκδρομές στην παραλία του Δεσποτικού πραγματοποιούνται το καλοκαίρι καθημερινά με τουριστικά καραβάκια, τα οποία κάνουν και το γύρο του νησιού.
Σπήλαιο της Αντιπάρου
Στο κέντρο της νήσου, στις παρυφές του όρους της Αντιπάρου βρίσκεται το γνωστό Σπήλαιο της Αντιπάρου, ένα από τα ομορφότερα και πιο μυστηριώδη σπήλαια του κόσμου. Ο χώρος του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό καταφύγιο στη νεολιθική εποχή και έπειτα. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για κεραμική, αλλά και για τη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, ενώ στην είσοδο του χώρου αναγέρθηκε ο λιτός και μαγευτικός ναός του Αϊ-Γιάννη του Σπηλιωτή.
Επιγραφές και χαράγματα στους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες του μαρτυρούν τους διαβάτες του, όπως η επιγραφή της Αγίας Τράπεζας, των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Βασιλιά Όθωνα.
Το 1673 ο Γάλλος αρχαιολόγος Μαρκήσιος Ντε Ντοβαντέλ, Γάλλος πρέσβης της Κωνσταντινούπολης διέμεινε στο σπήλαιο για τρεις ημέρες με πεντακόσιους συντρόφους του ενώ λειτούργησε στην Αγία Τράπεζα την ημέρα των Χριστουγέννων. Το 1775 προσήλθε στο σπήλαιο ο Μαρκήσιος ντε Σαβέρ και αργότερα ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδος, Όθωνας.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κατεστράφη τμήμα του σπηλαίου. Μια από τις αρχαιότερες αναφορές στο ιστορικό σπήλαιο είναι αυτή του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου της Πάρου τον 7ο αιώνα π.Χ..
Το σπήλαιο αξιοποιήθηκε πλήρως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 με κονδύλια από το Γ' ΚΠΣ, με την τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων, την κατασκευή κατάλληλων σκαλοπατιών, τοποθέτηση φωτισμού, καμερών ασφαλείας και ηχείων για την ενημέρωση των επισκεπτών.
Το ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των οχυρωμένων οικισμών που δημιουργήθηκαν στις Κυκλάδες την περίοδο της Λατινοκρατίας το 13ο με 16ο αιώνα μ.Χ.. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν ο βενετός Τζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τη Μαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου. Στην αρχική του μορφή το Κάστρο περιελάμβανε τον κεντρικό πύργο και οικιστική περίμετρο, με τις κατοικίες να κατανέμονται σε ένα τετράγωνο συνεχούς δόμησης, αποτελώντας ταυτόχρονα το αμυντικό τείχος του οχυρωμένου οικισμού. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν στο ισόγειο οικίας στη νότια πτέρυγα.
Στο εσωτερικό του οικισμού αναπτύσσονταν οι κύριες πλατυμέτωπες όψεις των κατοικιών σε τριώροφη διάταξη, ενώ κάθε όροδος διέθετε ανεξάρτητη είσοδο στην οποία οδηγούσε εξωτερική σκάλα. Στην πορεία ο οικισμός επεκτάθηκε και εξωτερικά της νότιας πτέρυγας με το μορφή ορθογώνιου δακτυλίου που φέρει την ονομασία "Ξώπυργα", καθώς και εντός του αρχικού περιβόλου, γύρω από τη βάση του κυκλικού πύργου. Η ζώνη αυτή των κτισμάτων περιμετρικά του πύργου αφήνει μια στενωπό από τις κατοικίες του γύρω τοίχους, η οποία ονομάζεται «ρίμνη», πιθανότατα παραφθορά της λέξης «ρύμη», η οποία και αποτελεί τη μοναδική οδό διέλευσης κατοίκων και επισκεπτών στον πυρήνα του οικισμού.
Στα μετέπειτα χρόνια το αρχικό αρχιτεκτονικό ύφος του κάστρου τροποποιήθηκε από το θρησκευτικό στοιχείο με επεκτάσεις χριστιανικών χώρων λατρείας, την ανέγερση του ναού του Χριστού και τη χρήση του Πύργου ως δεξαμενή νερού. Αντιθέτως οι κατοικίες διατήρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα αρχικά τους χαρακτηριστικά, παρά την κατάρρευση των επάνω ορόφων, καθώς για οποιαδήποτε επέμβαση απαιτείται άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία. Σήμερα τα περισσότερα σπίτια αναπτύσσονται σε έναν με δύο ορόφους το πολύ και διαθέτουν υπόγεια που μοιάζουν με καταπακτές.
Το δεύτερο πέρασμα ανάμεσα στον πύργο και στο ανατολικό τμήμα της μεταγενέστερης οικιστικής ζώνης δημιουργήθηκε σε υψηλότερη στάθμη από τη «ρίμνη» και εξυπηρετούσε την πρόσβαση στους ορόφους αυτής της ζώνης, με ανάβαση σε
κεκλιμένο επίπεδο από το χώμα που βρισκόταν στη θέση της σημερινής σκάλας, απέναντι από την είσοδο του κάστρου. Το πέρασμα αυτό κατέληγε στη βόρεια πλευρά, σε σκάλα που κατέβαζε στο επίπεδο της «ρίμνης», ακριβώς πίσω από το ιερό της εκκλησίας του Χριστού, η οποία καταλαμβάνει τη βορειοδυτική γωνία του ελεύθερου χώρου του Κάστρου.
Αναπόσπαστο στοιχείο του κάστρου της Αντιπάρου αποτελούν οι μικρές νυχτερίδες που ξεπροβάλλουν με τη δύση του ηλίου και ίπτανται γύρω από τον πύργο μέχρι την ανατολή.
Το δημαρχείο της Αντιπάρου εντοπίζεται μαζί με το Πολυδύναμο Ιατρείο σε ένα στενάκι του εμπορικού δρόμου λίγο πριν το κάστρο, πλησίον της Πλατείας Ρούσσου, η οποία και πήρε την ονομασία της από το συγγραφέα της ταινίας της «Μανταλένα». Το 2009 πραγματοποιήθηκε ανάπλαση του επισκέψιμου χώρου στο Σπήλαιο της Αντιπάρου. Η μεταφορά των απορριμάτων του νησιού γίνεται σε ειδικό χώρο στην Πάρο, ενώ το αποχετευτικό και ο βιολογικός καθαρισμός έχουν ενταχθεί στο ΕΣΠΑ με ανάδοχο την Εγνατία Οδό. Το νησί απολαμβάνει σύγχρονα έργα οδοποιίας και ανάπλασης του παραλιακού δρόμου, ενώ εστία των καλλιτεχνικών και πολιτιστιμών εκδηλώσεων αποτελεί η πέτρινη πλατεία της Αγίας Μαρίνας.
Στην περιοχή λειτουργεί Δημοτικό σχολείο εντός του κέντρου νεότητας για τους μικρούς κατοίκους. Η Αντίπαρος εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Παροναξίας, εξυπηρετείται από το υγειονομικό και τις υπηρεσίες της Σύρου, καθώς και από την αγορά της Πάρου.
Το λιμανάκι της Πούντας στην Πάρο
Η πρόσβαση στο νησί της Αντιπάρου είναι εφικτή μέσω μετάβασης στο λιμάνι της Παροικιάς, είτε ακτοπλοϊκώς, σε 3-4 ώρες με τα highspeed άπό το λιμάνι του Πειραιά, είτε μέσω του αεροδρομίου της Πάρου το οποίο απέχει 10 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού. Στην Παροικιά υπάρχουν δρομολόγια μικρού καραβιού για την Αντίπαρο, καθώς και συγκοινωνία με ΚΤΕΛ προς την Πούντα, όπου γίνεται η μεταφορά επιβατών και οχημάτων με φέρρυ σε λιγότερο από 10 λεπτά.
Οι μετακινήσεις στους οικισμούς της Αντιπάρου γίνονται με τα ΚΤΕΛ της δημοτικής συγκοινωνίας, η αφετηρία της οποίας βρίσκεται έμπροσθεν της Πλατείας της Αγίας Μαρίνας, ενώ οι μετακινήσεις μέσα στο ιστορικό κέντρο γίνονται με ποδήλατο ή με τα πόδια.
Η μεγαλύτερη γιορτή της Αντιπάρου γίνεται τον Ιούλιο, με τα προεόρτια και το φαντασμαγορικό εορτασμό της Αγίας Μαρίνας, στο όνομα της οποίας χτίστηκε και ο ναός στην πέτρινη εξέδρα στο λιμάνι, ενώ γνωστό είναι και το παραδοσιακό πανηγύρι που γίνεται στην είσοδο του σπηλαίου με φαγητό, μουσική και χορό. Άλλες γνωστές γιορτές είναι του Αγίου Ιωάννη του Σπηλιώτη στις 7 Μαΐου, με παραδοσιακό χορό και κεράσματα και του Αϊ Γιάννη στις 23 και 24 Ιουνίου στο Μεσαιωνικό Κάστρο κατά την παράδοση του Κλήδονα και της Παναγίας της Φανερωμένης στις 7 Σεπτεμβρίου.
Η Αντίπαρος είναι επίσης γνωστή για το «Πολιτιστικό Καλοκαίρι», μια σειρά θερινών πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, ενώ ξεχωριστή θέση στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κατέχουν επίσης η αναβίωση των σκηνών από την ταινία της "Μανταλένας" με Αντιπαριώτες και θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο της περιοχής.
Στο χώρο του αθλητισμού, γνωστές εκδηλώσεις είναι ο διάπλους Πάρου-Αντιπάρου, οι αγώνες κολύμβησης, οι ποδηλατοπορείες και οι αγώνες δρόμου. Ο διάπλους Πάρου-Αντιπάρου είναι ένας τοπικός θεσμός που ξεκίνησε το 2008 και πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 7 Ιουλίου.Οι κολυμβητές διανύουν την απόσταση των 1453 μέτρων χωρίς να περιορίζονται στο στύλ κολύμβησης.Κάθε χρόνο η διοργάνωση γίνεται όλο και πιο δημοφιλής και προσελκύει όλο και περισσότερους συμμετέχοντες.